Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ναυτικὰ ς

См. также в других словарях:

  • ναυτικά — ναυτικόν of neut nom/voc/acc pl ναυτικός of neut nom/voc/acc pl ναυτικά̱ , ναυτικός of fem nom/voc/acc dual ναυτικά̱ , ναυτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυταθλητισμός — Ναυτικά αθλήματα με σκοπό την ψυχαγωγία ή τον ανταγωνισμό εκείνων που τα ασκούν. Πραγματοποιείται με σκάφη, είτε με ιστία (ιστιοδρομίες), είτε μηχανοκίνητα. Οι αγώνες ταχύπλοων σκαφών είναι σχετικά νέο άθλημα. Ο πρώτος αγώνας έγινε το 1903 στη… …   Dictionary of Greek

  • ναυτικάς — ναυτικά̱ς , ναυτικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Ναυτικό Αιγαίου (Μυκόνου) — Το Ναυτικό Μουσείο Αιγαίου, ένα από τα ομορφότερα του είδους του στην Ελλάδα, ιδρύθηκε το 1983 από τον Γιώργο Δρακόπουλο, απόγονο παλιάς οικογένειας Μυκονιατών ναυτικών. Λειτουργεί από το 1985 σε ένα παραδοσιακό κυκλαδίτικο κτίριο του 19ου αι.,… …   Dictionary of Greek

  • ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… …   Dictionary of Greek

  • Сражение при Спеце — Ναυτικό κανόνι του 1821 Сражение при острове Спеце (греч …   Википедия

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • Έμντεν — I (Emden). Πόλη (52.200 κάτ. το 2003) της βορειοδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του κόλπου Ντόλαρτ, σε απόσταση 4 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Εμς, με τον οποίο συνδέεται με πλατιά διώρυγα,… …   Dictionary of Greek

  • Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»